ὑπογραμματέως

ὑπογραμματέως
ὑπογραμματέω̆ς , ὑπογραμματεύς
under-clerk
masc gen sg
ὑπογραμματεύς
under-clerk
masc nom sg (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • συγκλέπτω — Α 1. κλέβω από κοινού («τοῡ ὑπογραμματέως τῶν θεσμοθετῶν μεθ οὗπερ συνέκλεπτον», Αντιφ.) 2. εξαπατώ («συγκλέπτουσι τὴν γνώμην καὶ τὴν ὄψιν αἱ ῥαφαί», Ιπποκρ.) …   Dictionary of Greek

  • υπογραμματεία — ἡ, Α [ὑπογραμματεύω] η θέση και ο βαθμός τού υπογραμματέως …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”